ἀλλαχῆ: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_6)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλαχῆ''': ἐπίρρ. ([[ἄλλος]]) εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀλλαχοῦ, [[ἄλλος]] [[ἀλλαχῆ]], [[ἄλλος]] ἐδῶ καὶ [[ἄλλος]] [[ἐκεῖ]], Ξεν. Ἀν. 7. 3, 47· [[ἄλλοτε]] [[ἀλλαχῆ]], [[ἄλλοτε]] ἐδῶ καὶ [[ἄλλοτε]] [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 4, 12.
|lstext='''ἀλλαχῆ''': ἐπίρρ. ([[ἄλλος]]) εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀλλαχοῦ, [[ἄλλος]] [[ἀλλαχῆ]], [[ἄλλος]] ἐδῶ καὶ [[ἄλλος]] [[ἐκεῖ]], Ξεν. Ἀν. 7. 3, 47· [[ἄλλοτε]] [[ἀλλαχῆ]], [[ἄλλοτε]] ἐδῶ καὶ [[ἄλλοτε]] [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 4, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλλαχῆ]] και ἀλλαχῇ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κάπου]] [[αλλού]], σε [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλοτε]] [[αλλαχή]]», μια εδώ και μια [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. της λ. [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό πρόσψυμα -<i>αχ</i>-, όπως και στα [[ἀλλαχόθεν]], [[ἀλλαχόθι]], [[ἀλλαχοῦ]] κ.ά. <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ή</i> (και -<i>η</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλαχῆ Medium diacritics: ἀλλαχῆ Low diacritics: αλλαχή Capitals: ΑΛΛΑΧΗ
Transliteration A: allachē̂ Transliteration B: allachē Transliteration C: allachi Beta Code: a)llaxh=

English (LSJ)

Delph. ἀλλαχᾷ GDI2085, Adv., (ἄλλος)

   A elsewhere, in another place, ἄλλος ἀ. one here, another there, X.An.7.3.47; ἄλλοτε ἀ. now here, now there, Id.Mem.1.4.12;=ἄλλοσε, ἀπιὼν ἀ. Ar.Av. 1020, cf. PLips.104 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 102] auf andere Art; auch anderswo u. anderswohin, Xen. An. 7, 3, 47 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαχῆ: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλο μέρος, ἀλλαχοῦ, ἄλλος ἀλλαχῆ, ἄλλος ἐδῶ καὶ ἄλλος ἐκεῖ, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 47· ἄλλοτε ἀλλαχῆ, ἄλλοτε ἐδῶ καὶ ἄλλοτε ἐκεῖ, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 4, 12.

Greek Monolingual

ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α)
1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος
2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. της λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα -αχ-, όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. -ή (και -η)].