αγέλη

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγέλη)
1. πλήθος ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν μαζί, κοπάδι
αρχικά λεγόταν κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)
2. κάθε πλήθος, ομάδα
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν χωρίς τάξη, «μπουλούκι»
2. ομάδα προσκόπων ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών, της οποίας τα μέλη ονομάζονται «λυκόπουλα»
αρχ.
πληθώρα, συσσώρευση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω, με επίθημα -λ. Επίθημα -l εμφανίζεται επίσης στη Λατινική, π.χ. agilis (= ζωηρός, γρήγορος), agolam (= αγκλίτσα).
ΠΑΡ. ἀγεληδόν
αρχ.
ἀγελάζομαι, ἀγελαῖος, ἀγέληθεν, ἀγελικός
μσν.
ἀγελάς
νεοελλ.
αγελάδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγέλαρχος, ἀγελάτης, ἀγελοκόμος
νεοελλ.
αγεληλάτης, αγελόβιος, αγελόμαντρα.