ακρόαση

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

η (Α ἀκρόασις)
προσεκτική παρακολούθηση ομιλίας, διδαχής ή μουσικής
νεοελλ.
1. εξέταση ασθενούς από γιατρό με γυμνό αφτί ή στηθοσκόπιο
2. η μετά από αίτηση και σε προκαθορισμένο χρόνο υποδοχή κάποιου από επίσημο πρόσωπο ή και, γενικά, ανώτερη αρχή για υποβολή αιτημάτων, παραπόνων κ.λπ.
3. φρ. «ούτε φωνή ούτε ακρόαση», γι' αυτούς που δεν ενημερώνουν τους άλλους για την τύχη τους, που δεν ειδοποιούν, δεν δίνουν σημεία ζωής
μσν.
το να είναι κανείς ακροώμενος, να διανύει το δεύτερο στάδιο της μετανοίας
αρχ.
1. (γενικά) το να ακούει κανείς κάποιον
2. υπακοή, πειθαρχία
3. αυτό που ακούει κανείς, μάθημα, ομιλία, απαγγελία, διήγηση
4. ακροατήριο
5. Φυσική ακρόασις, τίτλος συγγράμματος του Αριστοτέλη
6. φρ. «ἀκρόασιν ποιοῡμαι τινός» — ακροώμαι
«κλέπτω τὴν ἀκρόασίν τινος», αναγκάζω κάποιον να με ακούσει εξαπατώντας τον, με τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροαστικός].