ἀτεκνία

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεκνία Medium diacritics: ἀτεκνία Low diacritics: ατεκνία Capitals: ΑΤΕΚΝΙΑ
Transliteration A: ateknía Transliteration B: ateknia Transliteration C: ateknia Beta Code: a)tekni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A childlessness, barrenness, Arist.Pol.1265b10, Ph. 1.201, etc.: pl., Arist.Pol.1265a41.

German (Pape)

[Seite 384] ἡ, Kinderlosigkeit, Arist. pol. 2, 3; Plut. Thes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεκνία: ἡ, ἡ ἔλλειψις τέκνων, στείρωσις, διὰ τὰς ἀτεκνίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 12, κ. ἀλλ.· διὸ καὶ τὰ ἀτέραμνα ὕδατα καὶ ψυχρὰ τὰ μὲν ἀτεκνίαν ποιεῖ, τὰ δὲ θηλυτοκίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. γεν. 2. ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
privation d’enfants ou de petits.
Étymologie: ἄτεκνος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de hijos ὡρίσθαι ... τὴν τεκνοποιίαν ... πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ἀτεκνίαν Arist.Pol.1265b10, cf. 1265a41, τῆς τῶν ἡμιόνων ἀτεκνίας Arist.GA 749a10, τῆς ἀτεκνίας ἀπαλλάξειν Αἰγέα Plu.Thes.12, ἀτεκνία ἢ ὀλιγοτεκνία Ptol.Tetr.4.6.1, cf. Ph.1.201, Poll.3.14.
2 fig. esterilidad, desolación ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ τῶν καλῶν, καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου LXX Ps.34.12, cf. Thdt.M.80.1112C.

Greek Monolingual

η (AM ἀτεκνία) άτεκνος
το να μην έχει ή να μη μπορεί να αποκτήσει κάποιος παιδιά.

Greek Monotonic

ἀτεκνία: ἡ, ατεκνία, έλλειψη παιδιών, στείρωση, σε Αριστ.