ἐκλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 22:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλαγχάνω Medium diacritics: ἐκλαγχάνω Low diacritics: εκλαγχάνω Capitals: ΕΚΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: eklanchánō Transliteration B: eklanchanō Transliteration C: eklagchano Beta Code: e)klagxa/nw

English (LSJ)

pf. ἐκλέλογχα condemned by Luc.Sol.5 :—

   A obtain by lot or fate, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός S.El.760; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες Id.OC1337 ; κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ar.Th.1071.

German (Pape)

[Seite 766] (s. λαγχάνω), durchs Schicksal oder Loos zugetheilt bekommen, erlangen; ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός Soph. El. 750; μέρος Ar. Th. 1071; vgl. Luc. Soloec. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκλήξομαι, ao.2 ἐξέλαχον, etc.
obtenir du sort ou pour lot.
Étymologie: ἐκ, λαγχάνω.

Spanish (DGE)

tocarle a uno en suerte ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός para que le toque una tumba en la tierra de sus padres S.El.760, c. ac. int. τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες tras haber corrido la misma suerte S.OC 1337, τί ποτ' ... περίαλλα κακῶν μέρος ἐξέλαχον; Ar.Th.1071 (= E.Fr.Andr.2).

Greek Monolingual

ἐκλαγχάνω (Α)
μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.

Greek Monotonic

ἐκλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, κερδίζω με λαχνό ή σε κλήρωση, σε Σοφ.