δυσκαμπής

From LSJ
Revision as of 19:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαμπής Medium diacritics: δυσκαμπής Low diacritics: δυσκαμπής Capitals: ΔΥΣΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: dyskampḗs Transliteration B: dyskampēs Transliteration C: dyskampis Beta Code: duskamph/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.

German (Pape)

[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de doblar, rígido de partes del cuerpo ποιεῖ δὲ καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ ... τὸ ἄγαν ψῦχος Plu.2.953d, βλέφαρα Gal.3.811, 7.260, ῥάχις Archig. en Aët.11.4, de pers. κατὰ ῥάχιν δ. Aret.SD 2.3.5, cf. Gal.6.199
subst. τὸ δ. rigidez τὸ δ. αὐτῶν (τῶν γερόντων) Plu.2.650d, plu. τὰ δυσκαμπῆ las partes rígidas Gal.9.325.
2 poco flexible de árboles, Sabin. en Orib.9.19.2, κέδρος Basil.M.29.293B
fig. inflexible, difícil de inclinarse γόνυ Chrys.M.64.24
neutr. subst. τὸ δ. πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ Origenes Fr.in Ps.106.16.

Greek Monolingual

δυσκαμπής, -ές (Α)
1. δύσκαμπτος
2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαμπής: с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ σκληρός Plut.).