εκτέμνω

From LSJ
Revision as of 09:07, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

(AM ἐκτέμνω)
1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη
2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω
μσν.
«μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» — διανύω (Γ. Πισίδ.)
αρχ.
1. κόβω, αφαιρώ
2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος του σώματος
3. (για μαλλιά) κουρεύω, κόβω
4. ευνουχίζω (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἐκτετμημένος
ο ευνούχος
5. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δέντρα
6. φρ. «ἐκτέμνω ἶνας ή νεῡρά τινος» — εξασθενίζω κάποιον, του κόβω τα κότσια
7. παθ. εξαπατώ κάποιον με κάποια φιλοφρόνησηοὕτως αὐτοὺς οἱ βασιλεῖς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τους εξαπατούσαν, «τους έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).