ἐπαίτιος

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαίτιος Medium diacritics: ἐπαίτιος Low diacritics: επαίτιος Capitals: ΕΠΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: epaítios Transliteration B: epaitios Transliteration C: epaitios Beta Code: e)pai/tios

English (LSJ)

ον, (αἰτία)

   A blamed for a thing, blameable, blameworthy:    1 of persons, οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Il.1.335; τινός for a thing, A.Eu. 465, E.Hipp.1383 (lyr.); accused of a thing, Th.6.61; ἐ. τινὰ ποιεῖν πρός τινας Plu.Comp.Dion.Brut.2.    2 of things, ἀναχωρησις Th. 5.65; ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Lys.7.39.    II ἐπαίτια, τά, legal punishments, = προστιμήματα, Solon ap.Poll.8.22, Lexap.D.24.105.

German (Pape)

[Seite 896] schuldig, Schuld woran seiend; οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, nicht ihr seid mir schuldig, nicht euch trifft der Vorwurf, Il. 1, 335; τινός, Aesch. Eum. 443; κακῶν Eur. Hipp. 1383; dem Tadel unterworfen, ἐπαιτιώτατος κίνδυνος Lys. 7, 39; vgl. Thuc. 5, 65 u. Sp.; ἐπαίτιόν τινα πρὸς τοὺς πολίτας ποιεῖν Plut. Comp. Dion. et Brut. 2. – Τὰ ἐπαίτια sind bei Dem. 24, 105 im Gesetz die von Gerichtswegen festgesetzten Strafen; vgl. Poll. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτιος: -ον, (αἰτία), ὃν πρέπει νὰ αἰτιᾶταί τις, ἀξιοκατάκριτος. 1) ἐπὶ προσώπων, οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Ἰλ. Α. 335· μετὰ γεν., καὶ τῶνδε κοινῇ Λοξίας ἐπαίτιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 465, Εὐρ. Ἱππ. 1382· κατηγορούμενος περί τινος, ὧν ἐπαίτιος ἦν Θουκ. 6. 61: - ἐπ. πρός τινι Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως, δι’ ἣν δηλ. ἐν μεγάλῃ αἰτίᾳ εἶχον τὸν Ἆγιν, Θουκ. 5. 65· ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Λυσ. 111. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 blâmable : τινος pour qch;
2 accusé de qch.
Étymologie: ἐπί, αἰτία.

English (Autenrieth)

to blame; οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, ‘I have no fault to find with you,’ Il. 1.335†.

Greek Monolingual

ἐπαίτιος, -ον (Α)
1. αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος
2. κατηγορούμενος για κάτι
3. ύποπτος για κακή πράξη
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπαίτια
πρόσθετες ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο, πρόσθετα πρόστιμα, προστιμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίτιος «ένοχος»].

Greek Monotonic

ἐπαίτιος: -ον (αἰτία), υπαίτιος για κάτι, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.