ἐριοφόρος

From LSJ
Revision as of 15:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριοφόρος Medium diacritics: ἐριοφόρος Low diacritics: εριοφόρος Capitals: ΕΡΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eriophóros Transliteration B: eriophoros Transliteration C: erioforos Beta Code: e)riofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wool-bearing, δένδρον cotton-tree, Gossypium arboreum, Thphr. HP4.7.7 (pl.); ἐ. βολβός, Pancratium maritimum, ib.7.13.8.

German (Pape)

[Seite 1030] Wolle tragend, δένδρα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριοφόρος: -ον, φέρων ἔριον, δένδρον ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐριοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο
γένος φυτών της οικογένειας τών κυπειρωδών
2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων
αρχ.
φρ. α) «ἐριοφόρον δένδρον» — το φυτό βαμβάκι
β) «ἐριοφόρος βολβός» — το φυτό θαλασσινό παγκράτιο, κρίνος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -φόρος (< φέρω)].