επιτελάρχης
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Greek Monolingual
ο
αρχηγός επιτελείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελείο + άρχης (< άρχω «διοικώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εργοστασιάρχης, τελετάρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].