κρειοδόκος
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
ον,
A containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).
Greek (Liddell-Scott)
κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.
Greek Monolingual
κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου-δόκος, μηλο-δόκος.
Russian (Dvoretsky)
κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.