μαζός
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
A v. μαστός. II = μάξεινος, Epich.69.
Greek (Liddell-Scott)
μαζός: -οῦ, ὁ, «βυζί»· ἴδε ἐν λέξ. μαστός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, μαζίνης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sein :
1 sein de l’homme;
2 sein de femme;
3 cabillaud, poisson.
Étymologie: R. Μαδ, être plein de sève ; cf. lat. madeo.
English (Autenrieth)
nipple, pap, then mother's breast.
English (Thayer)
(μασθός) (μαστός) μαστοῦ, ὁ (μάσσω to knead (more probably akin to μαδάω, Latin madidus, etc.; cf. Vanicek, p. 693; Curtius, § 456)), from Sophocles, Herodotus down; the breast (for שַׁד, Prayer of Manasseh , R G Tr WH (here Tdf. μασθοις (cf. WH's Appendix, p. 149a), Lachmann μαζοις); breasts of a woman, Luke 23:29.
Greek Monolingual
(I)
μαζός, ὁ (Α)
βλ. μαστός.———————— (II)
μαζός, ο (Α)
το ψάρι μάξεινος.
Russian (Dvoretsky)
μαζός: ὁ эп.-ион. = μαστός.