ἀλεξίκακος
English (LSJ)
ον,
A keeping off ill or mischief, μῆτις Il.10.20, cf. Hes.Op.123 (as v.l.), Ar.V.1043, Paus.8.41.8; ῥάμνος Euph.137; τὸ ἀ. τῆς ἐπιστήμης Hierocl.in CA12p.447M.: c.gen., δίψης ἀ. AP6.170 (Thyill.): epith. of Heracles, Luc.Alex..4, etc.; of Hermes, Ar. Pax422; ὦλεξίκακε save the mark! Ar.Nu.1372; of Zeus, Tab.Defix. Aud.26.2 (Crete, iv/iii B. C.), Plu.2.1076b.
German (Pape)
[Seite 93] Unglück abwehrend, μῆτις Il. 10, 20 (ἅπαξ εἰρημ.); – δαίμονες Hes. O. 122, nach Plat. Rep. V, 469 a, wo jetzt ἐπιχθόνιοι steht; Leucothea Philod. 25 (VI, 349) δαἱμων ἀλ., Hercules Luc. Alex. 4 Palld. 1 33 (IX, 441), Apollon Paus. 1, 3, 4, Ζεύς Plut. adv. Stoic. 33; φάρμακα δίψης, den Durst vertreibend, Thall. 3 (VI, 170).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξίκᾰκος: -ον, ὁ ἀπωθῶν, ἀπομακρύνων κακὸν ἢ βλάβην, ζημίαν, μῆνις, Ἰλ. Κ. 20· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 123, Παυσ. 8. 41, 8: μ. γεν., δίψης ἀλ., Ἀνθ. Π. 6. 170· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἀλέξ. 4. κτλ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1375· τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 422.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui écarte les maux.
Étymologie: ἀλέξω, κακός.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἀλεξίκᾰκος) -ον
• Prosodia: [ᾰλεξῐ-]
que libra del mal, que aparta o conjura el mal, salvador μῆτις Il.10.20, οἶνος ... ἐπιχθονίοισιν ὄνειαρ ... ἀλεξίκακον Panyas.16.13, ῥάμνος Euph.180, σωφροσύνη Ph.1.315, φάρμακον Ph.2.377, ἥβη Nonn.D.9.318, οἶνος Nonn.D.19.18, λοετρόν ICil.22.4 (V/VI d.C.)
•protector τεῖχος IEphesos 3807 (biz.)
•c. gen. φάρμακα ἀλεξίκακα δίψης AP 6.170 (Thyll.)
•como epít. de dioses protector de todo mal de Hermes, Ar.Pax 422, de Zeus SEG 43.615.2 (Falasarna IV/III a.C.), Plu.2.1076b, de Apolo MAMA 4.275a (Dionisópolis, Frigia II d.C.), Paus.8.41.8, de Heracles Ath.Agora 19.P26.454 (IV a.C.), Luc.Alex.4, IUrb.Rom.171 (II d.C.), 88 (II/III d.C.), IAdramytteion 23.1 (rom.), de divinidades minorasiáticas θεοῖς ἀποτροπαίοις καὶ ἀλεξικάκοις Hell.9.56 (Bizancio II/III d.C.), en la exclam. ὦλεξίκακε ¡oh salvador! ref. a Apolo, Ar.Nu.1372
•subst. τὸ ἀ. τῆς ἐπιστήμης Hierocl.in CA 12.
Greek Monolingual
ἀλεξίκακος, -ον (AM)
1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά
2. αρωγός, προστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + κακός].
Greek Monotonic
ἀλεξίκᾰκος: -ον, αυτός που απομακρύνει το κακό ή την βλάβη, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., δίψης ἀλ., σε Ανθ.