ἀμφισβασίη

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβᾰσίη Medium diacritics: ἀμφισβασίη Low diacritics: αμφισβασίη Capitals: ΑΜΦΙΣΒΑΣΙΗ
Transliteration A: amphisbasíē Transliteration B: amphisbasiē Transliteration C: amfisvasii Beta Code: a)mfisbasi/h

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἀμφισβήτησις, ἐς -βασίας ἀπικνέεσθαί τινι come to

   A controversy with one, Hdt.4.14; ἐγένετο λόγων ἀ. Id.8.81, cf. Inscr.Prien.37.129.

German (Pape)

[Seite 143] ἡ, Streit, Her. τῶν δὲ λόγων ἀμφ. γίγνεται, es entsteht ein Streit unter ihnen, 8, 81; εἰς ἀμφισβασίας ἀμφικνεῖσθαί τινι, widersprechen, 4, 14, wo eine Handschrift ἀμφισβάσιας, wie von ἀμφίσβασις, hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἀμφισβήτησις, ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις πρός τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. ἀμφισβήτησις.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
discusión, controversia ἐς ἀμφιβασίας τοῖσι ... ἀπικνέεσθαι Hdt.4.14, ἐγίνετο λόγων ἀ. Hdt.8.81, cf. IPr.37.116, 129.

Greek Monolingual

ἀμφισβασίη, η (Α) ἀμφίσβατος < ἀμφὶς + βαίνω]
ιωνικός τύπος αντί του «ἀμφισβήτησις».

Greek Monotonic

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ιων. αντί ἀμφισβήτησις, σε Ηρόδ.