ἀντιχαλεπαίνω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
A to be embittered against, D.H.17.5, Plu.2.468b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχᾰλεπαίνω: χαλεπαίνω κατὰ χαλεπήναντος, Διον. Ἁλ. Ἐκλογαὶ τ. 4, σ. 2335, 17, ἔκδ. Reisk., Πλούτ. 2. 468Β.
French (Bailly abrégé)
se fâcher ou être fâché contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, χαλεπαίνω.
Spanish (DGE)
estar enfadado a su vez, estar disgustado c. dat. τοῖς ἐκείνων πάθεσι Plu.2.468b
•abs. D.H.17.5.
Greek Monolingual
ἀντιχαλεπαίνω (Α)
οργίζομαι, δυσανασχετώ εναντίον κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχᾰλεπαίνω: в свою очередь сердиться (τινί Plut.).