βαλβίδα

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

η (Α βαλβίς, -ῑδος)
νεοελλ.
1. ανατομικός σχηματισμός, κυρίως της καρδιάς, των φλεβών και των λεμφαγγείων, που λειτουργεί κλείνοντας πρόσκαιρα μία δίοδο ή ένα στόμιο και κατευθύνοντας τα υγρά που κυκλοφορούν μέσα τους προς μία μόνο διεύθυνση
2. μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ροής ρευστών σε σωληνώσεις, αγωγούς και δίκτυα
3. (αθλ.) το σημείο που πατάει ο αθλητής για να πηδήσει μήκος ή τριπλούν, να ρίξει σφαίρα, σφύρα, ακόντιο, δίσκο ή να πηδήσει άλμα επί κοντώ
4. φρ. α) «βαλβίδα ηλιακή» — συσκευή που ενεργοποιείται από τη θερμότητα και το φως του ήλιου, διακόπτοντας τη λειτουργία φάρων ή άλλων συσκευών κατά τη διάρκεια της ημέρας
β) «βαλβίδα καθόδου» — υπερυψωμένο ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο γύρω από ένα στόμιο κύτους, φωταγωγό ή άλλο άνοιγμα στο κατάστρωμα πλοίου, ώστε να εμποδίζεται το νερό να εισέλθει στα κατώτερο μέρη του πλοίου
αρχ.
1. το τεντωμένο σχοινί κατά τον αγώνα δρόμου στο σημείο της αφετηρίας και του τέρματος
2) στύλοι από τους οποίους ήταν δεμένο το τεντωμένο σχοινί
3. κάθε σημείο αναχωρήσεως
4. η αρχή, η αφετηρία ή το τέλος, ο τερματισμός ενός αγωνίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος σε -ίς (πρβλ. κρηπίς, κνημίς, κ.ά.) άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λέξη].