βράδυ

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν)
1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος
νεοελλ.
φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς
β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα το βράδυ» — δεν τηρούν τον λόγο τους
γ) «όλη μέρα αλέθαμε και το βράδυ πίτουρα» — άδικα μοχθήσαμε
(ως επίρρ.) μσν.-νεοελλ. κατά το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδύς, με αναβιβασμό του τόνου. Η σημασιολογική εξέλιξη της λ. είναι προφανής, δεδομένου ότι το βράδυ φανερώνει το τέλος της ημέρας, αυτό που έρχεται αργά, που αργοπορεί, δηλ. το καθυστερημένο, το όψιμο. Σημειώνεται ότι ορθότερη είναι η γραφή της λέξης (και των παραγώγων της) με -υ (βράδυ). Η γραφή με -ι οφείλεται στην κλίση της λέξης κατά τα πολλά ουδέτερα σε -ι (πρβλ. λάδι, χάδι, μάτι κ.λπ.].
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βραδιάζω, βραδινός
νεοελλ.
βραδάκι, βράδιασμα, βραδιάτικος, βραδινός.