διαπασσαλεύω

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπασσᾰλεύω Medium diacritics: διαπασσαλεύω Low diacritics: διαπασσαλεύω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: diapassaleúō Transliteration B: diapassaleuō Transliteration C: diapassaleyo Beta Code: diapassaleu/w

English (LSJ)

Att. διαπαττ-,

   A stretch out by nailing the extremities, πρὸς σανίδα Hdt.7.33; of a hide pegged out for tanning, Ar.Eq. 371, cf. Plu.Art.17.

German (Pape)

[Seite 594] ausspannen u. annageln, beim Kreuzigen, Her. 7, 33; Plut. Artax. 17; Leder, Ar. Equ. 369.

Greek (Liddell-Scott)

διαπασσᾰλεύω: Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ ἄκρα, ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.

French (Bailly abrégé)

clouer qqn les membres écartés, crucifier.
Étymologie: διά, πασσαλεύω.
Syn. σταυρόω.

Spanish (DGE)

(διαπασσᾰλεύω) • Alolema(s): át. -τταλ-
sujetar con clavos, clavar como suplicio ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδα Hdt.7.33, τὸ δέρμα Plu.Art.17, ἥλῳ ... τὰ στήθη Sch.A.Pr.64bH., en v. pas. διαπατταλευθήσει χαμαί serás clavado en tierra Ar.Eq.371.

Greek Monolingual

πασσαλεύω
βλ. διαπατταλεύω.

Greek Monotonic

διαπασσᾰλεύω: Αττ. διαπαττ-, μέλ. -σω, τεντώνω καρφώνοντας τα άκρα σταυρωτά, όπως κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· τεντώνω και καρφώνω μια προβιά για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.