ἐλάτης

From LSJ
Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτης Medium diacritics: ἐλάτης Low diacritics: ελάτης Capitals: ΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: elátēs Transliteration B: elatēs Transliteration C: elatis Beta Code: e)la/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,=

   A ἐλατήρ, ποίμνας E.Fr.773.28 (lyr.), Ostr.Strassb. 649.2 (iii A.D.), Glauc. ap. POxy.1802.37.    II epith. of Poseidon at Athens, Hsch.

German (Pape)

[Seite 790] ὁ, = ἐλατήρ, Eur. frg. Phaeth. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτης: ᾰ, ου, ὁ, = ἐλατήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 26.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ]
1 conductor, guía de ganado ποιμνᾶν ἐλάται E.Fr.773.28, cf. ISultan 576b.4 (imper.), συγκαταθεμένων δὲ τῶν ἐλατῶν ἔλυσε τὸν σύλλογον Glauc.Pont.1, cf. OStras.649.2 (III d.C.), cf. ἐ. ἡνίοχος Hsch., lat. auriga, Gloss.2.26
como epít. de Posidón en Atenas, Hsch.
2 el que aleja o expulsa c. gen. δαιμόνων GMA 41.17 (IV/V d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM ἐλάτης)
νεοελλ.
στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως
μσν.
1. (για πουλί) φτερούγα
2. κλαδί δέντρου
αρχ.
1. ελατήρ
2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάτης: ου ὁ Eur. = ἐλατήρ I.