έμπεδος

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμπεδος, -ον)
1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος»)
2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη
3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο
στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην έδρα της τακτική μονάδα η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἔμπεδον και ἔμπεδα
1. σταθερά («μένειν ἔμπεδον»)
2. συνεχώς, χωρίς διακοπή («θέειν ἔμπεδον)
3. ασφαλώς, πολύ καλά («ἴσθι τόδ' ἔμπεδον»).