ἐπιπολασμός

From LSJ
Revision as of 20:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολασμός Medium diacritics: ἐπιπολασμός Low diacritics: επιπολασμός Capitals: ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epipolasmós Transliteration B: epipolasmos Transliteration C: epipolasmos Beta Code: e)pipolasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A ἐ. τῆς ζέσεως Id.Pr.930b31; λιποθυμώδεις . retchings with faintness, Archig. ap. Orib.8.1.26.    2. metaph., arrogance, insolence, D.H.6.65.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, das Obenaufsein, auf die Oberfläche Kommen, Aufsteigen, τῆς ζέσεως Arist. probl. 22, 8. – Uebertr., ἐπιπολασμὸν ποιεῖσθαι κατά τινος, sich übermüthig gegen Einen betragen, D. Hal. 6, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολασμός: ὁ, = τῷ προηγ., ἐπ. τῆς ζέσεως Ἀριστ. Προβλ. 22. 8. 2) μεταφ., ἔπαρσις, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, Διον. Ἁλ. 6. 65˙ πρβλ. ἐπιπολάζω.

Greek Monolingual

ἐπιπολασμός, ὁ (AM) επιπολάζω
επίπλευση, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια
αρχ.
1. τάση για ναυτία, αναγούλα
2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπολασμός: ὁ подъем: ὁ τῆς ζέσεως ἐ. Arst. вскипание.