εὐνόητος
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον,
A easily understood, Iamb.Protr.21. II intelligent, οἰκονόμος Vett. Val.45.28. 2 well-disposed, τινι Anon. in Rh.88.29.
German (Pape)
[Seite 1083] leicht einzusehen, zu begreifen.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐνόητος)
αυτός που τον καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο»)
νεοελλ.
φρ. «είναι ευνόητο» — είναι φανερό, σαφές, μπορεί να το ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως
μσν.
(για σύγγραμμα) κατανοητός
αρχ.
1. ευφυής, έξυπνος
2. ο διατεθειμένος καλά, ο ευνοϊκός.
επίρρ...
ευνοήτως (Μ εὐνοήτως)
ευκολονόητα, φανερά, σαφώς
μσν.
με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση, σκόπιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νοητός (< νοώ < νους)].