θυμιώ

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

θυμιῶ, -άω (Α)
1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.)
2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα
3. καπνίζω κάτι για απολύμανση
4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω
5. παθ. θυμιῶμαι, -άομαι
α) καίομαι
β) μεταβάλλομαι σε καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ-ιώ < παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. θυμ- του θύω (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -ιάω (πρβλ. κον-ιάω) από ουσ. θυμός «καπνός» (πρβλ. λατ. fumus) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «ψυχή, πνοή, θυμός» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (βλ. λ. θυμός). ΠΑΡ.: θυμίαμα, θυμίαση(-ις), θυμιατός
αρχ.
θυμιατρίς, θυμίατρον.
ΣΥΝΘ. αναθυμιώ
αρχ.
αποθυμιώ, εκθυμιώ, επιθυμιώ, παραθυμιώ, περιθυμιώ, υποθυμιώ].