κατάδενδρος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον,
A thickly wooded, Nymphod.12, D.S.17.68, Ael. Tact.35.4; τὰ κ. [τῶν ὀρέων] Gp.2.6.1.
German (Pape)
[Seite 1345] mit Bäumen bepflanzt; νῆσος Ath. VI, 265 d; χώρα D. Sic. 17, 68; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδενδρος: -ον, πλήρης δένδρων, Νυμφόδ. παρ’ Ἀθην. 265D, Διόδ. 17. 68, κτλ.· τὰ κ. τῶν ὀρέων Γεωπ. 2. 6, 1· πρβλ. κάτοξος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάδενδρος, -ον)
γεμάτος δένδρα («κατάδενδρο νησί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δένδρος (< δένδρος), πρβλ. έν-δενδρος, σύν-δενδρος].
Russian (Dvoretsky)
κατάδενδρος: поросший деревьями (χώρα Diod.).