κατόπισθεν
English (LSJ)
in Poets also κάτ-θε, Adv. of Place,
A behind, after, Il.23.505, Od.22.92: c.gen., 12.148, Pancrat.Oxy.1085.14: metaph., of rank, ἁ δ' Ἀρετὰ κ. θνατοῖς ἀμελεῖται E.IA1093 (lyr.). II of Time, hereafter, afterwards, henceforth, Od.22.40, 24.546; ὁ κ. λογισμός Pl.Ti.57e, cf. Thgn.280; also κ. λιποίμην Od.21.116, cf. Pl.R. 363d.
Greek (Liddell-Scott)
κατόπισθεν: παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως -θε, ἐπίρρ. τόπου, ὀπίσω, ὄπισθεν, τοπικῶς ἐκ τῶν νώτων, Ἰλ. Ψ. 505, Ὀδ. Χ. 92· μετὰ γεν., Ὀδ. Μ. 148·- μεταφ., ἐπὶ τάξεως, ἁ δ’ ἀρετὰ κατ. θνατοῖς ἀμελεῖται, ὑποτιμωμένη, ἐν ὑστέρᾳ μοίρᾳ τιθεμένη, Εὐρ. Ι. Α. 1093, πρβλ. μετόπισθε. II. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, ἀκολούθως, τοῦ λοιποῦ, Ὀδ. Χ. 40., Ω. 546· ὁ κ. λογισμός Πλάτ. Τίμ. 57D, πρβλ. Θέογν. 280·- ὡσαύτως, κ. λιπέσθαι, = καταλιπέσθαι, νὰ καταλίπῃ τις ὀπίσω του, μετὰ τὸν θάνατόν του, Ὀδ. Φ. 116, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363D.
French (Bailly abrégé)
poét. κατόπισθε;
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; fig. (être laissé) en arrière, être négligé, dédaigné ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite : κατόπισθεν λιπέσθαι OD être laissé ou rester ensuite.
Étymologie: κατά, ὄπισθεν.
English (Autenrieth)
in the rear, behind; w. gen., Od. 12.148; of time, in the future, afterwards.
Greek Monolingual
κατόπισθεν (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν)
επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.
β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως
2. σε δεύτερη μοίρα («ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῑς ἀμελεῑται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄπισθεν.
Greek Monotonic
κατόπισθεν: στους Ποιητές, επίσης -θε, επίρρ.,
I. όπισθεν, στο πίσω μέρος, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για το χρόνο, από δω κι εμπρος, εφεξής, έκτοτε, στο ίδ.