νηοσόος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
poet. νηοσσόος, ον,
A protecting ships, Ἄρτεμις, Ἀπόλλων, A.R.1.570, 2.927.
Greek (Liddell-Scott)
νηοσόος: ποιητικ. νηοσσόος, ον, ὁ προστατεύων, σῴζων τὰ πλοῖα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 570, κτλ.
Greek Monolingual
νηοσόος και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)
αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -σόος, (< σόος, ιων. τ. του επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο-σόος, οικο-σόος.