ομοκλινής

From LSJ
Revision as of 10:32, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοκλινής, -ές)
νεοελλ.
φρ. α) «ομοκλινής δομή»
γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία
β) «ομοκλινής ράχη»
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή μέτωπο— στη μία πλευρά και από μία ομαλή κλιτύ από την άλλη, αλλ. κουέστα
αρχ.
ομόκλινος, αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. επικλινής].