ὀπτώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτώ Medium diacritics: ὀπτώ Low diacritics: οπτώ Capitals: ΟΠΤΩ
Transliteration A: optṓ Transliteration B: optō Transliteration C: opto Beta Code: o)ptw/

English (LSJ)

   A v. ὀκτώ.

Greek Monolingual

(I)
ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
(ηλειακός τ.) βλ. οκτώ.
(II)
(Α ὀπτῶ, -άω)
(σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω
2. ψήνω φρυγανιά με τυρί
3. ψήνω σε φούρνο, κλιβανίζω
4. (για πλίνθους ή για πήλινα σκεύη) καμινεύω
5. (για τον ήλιο) καψαλίζω, καίω, αποξηραίνω («ἡ γῆ ὀπτᾱται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Ξεν.)
6. μτφ. α) βασανίζω υπερβολικά («τοῡτον ὀπτᾱν καὶ στρέφειν», Αριστοφ.)
β) (για τον έρωτα) προκαλώ σφοδρή επιθυμία, καταφλέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτῶ, κατά την επικρατέστερη άποψη, είναι παρ. της λ. ὀπτός (II), ενώ κατ' άλλους αποτελεί μεταρρηματικό παρ. σε -τάω (πρβλ. αρτάω: αείρω))].