ουλαμός

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός)
νεοελλ.
1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή
2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή ανθυπολοχαγό
3. ναυτ. τακτικός σχηματισμός από τρία πλοία που σχηματίζουν τρίγωνο του οποίου την κορυφή κατέχει το ουλαμηγό πλοίο
αρχ.
1. πυκνό πλήθος, στίφος πολεμιστών, ιδίως μαχόμενων
2. (ως τεχνικός όρος) ίλη ιππικού που αποτελούνταν από ορισμένο αριθμό ιππέων
3. μτφ. (για μέλισσες) σμήνοςοὐλαμός μελισσαῖος», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. εἰλῶ «πιέζω, σφίγγω» < wel- «πιέζω, ωθώ, εγκλείω» (βλ. λ. είλω) με κατάλ. -αμος (πρβλ. πλόκ-αμος, ποτ-αμός). Η ύπαρξη αρκτικού F- στη λ. οὐλαμός (< Fολαμος) επιβεβαιώνεται αφ' ενός από το αρκτικό γ- του τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γόλαμος
διωγμός (η προπαροξυτονία του τ. γόλαμος είναι λεσβιακής προέλευσης) και αφ' ετέρου από τη μετρική του ομηρ. κειμένου. Η δίφθογγος ου- οφείλεται σε μετρική έκταση, η οποία διατηρήθηκε και γενικεύθηκε στη μτγν. Ελληνική].