πλοιαφέσια
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τά,
A launching of the ship of Isis, a festival, Ath.Mitt. 37.180 (Byzantium, i B.C./i A.D.), Lyd.Mens.4.45.
Greek (Liddell-Scott)
πλοιαφέσια: τά, «τῇ πρὸ τριῶν νωνῶν Μαρτίων ὁ πλοῦς τῆς Ἴσιδος ἐπετελεῖτο, ὃν ἔτι καὶ νῦν τελοῦντες καλοῦσι Πλοιαφέσια» Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν IV, 32, ἔκδ. Roether.
Greek Monolingual
τὰ, Α
εορτή τών ναυτιλλομένων, την οποία τελούσαν προς τιμήν της Ίσιδος και κατά την οποία γινόταν εικονική ναυσιπλοΐα και μεταφορά πάνω σε ιδιαίτερο πλοίο και με συνοδεία πομπής του αγάλματος της θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + ἄφεσις «απαλλαγή, απόλυση, ξεκίνημα, ρίξιμο»].