προγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγίγνομαι Medium diacritics: προγίγνομαι Low diacritics: προγίγνομαι Capitals: ΠΡΟΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: progígnomai Transliteration B: progignomai Transliteration C: progignomai Beta Code: progi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later προγεωργ-γίνομαι [ῑ]: fut. -γενήσομαι: aor. προὐγενόμην: pf. προγέγονα and -γεγένημαι:—

   A come forward, οἱ δὲ τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.18.525, cf. h.Hom.7.7; ἄμυδις προγένοντο Hes.Sc.345; εἴσω π. Opp.H.2.103; κόπρον ἔπι π. Call.Dian.178, cf. Theoc.25.134: c. gen., ὠκεανοῖο . . ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες Arat.706; ἀστὴρ ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα πρὸ ἁλίου προγενόμενος Ti.Locr.97a.    II to be born before, exist before, ἢν . . προγεγονότες ἔωσι πρὶν . . Hdt.7.3; οἱ προγεγονότες θεοί Id.2.146; οἱ π. ἄνθρωποι former men, X.Mem.4.8.10; οἱ προγεγενημένοι Id.Cyr.8.7.24, etc.; οἱ προγενόμενοι the previous crews, Plb.10.17.12.    2 of events, etc., ταῦτά μοι προὐγεγόνει Pl.Smp.219e; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων reports of things of old time, Th.1.20, etc.; τὰ προγεγονότα Hp. Prog.1, etc.; προγεγενημένοι [πόλεμοι], καιροί, Th.1.1, Decr.Byz. ap. D.18.90; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Pl.Lg.699e, cf. PHib. 1.96.8 (iii B.C.); αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ' ἄν Pl.Phlb.39d.    III simply, to be born, Man.6.255, 336.

German (Pape)

[Seite 713] sp. Form -γίνομαι (s. γίγνομαι), vor, voran werden, d. i. vorwärts gehen od. kommen, οἱ δὲ τάχα προγένοντο, Il. 18, 525, sie kamen schnell hervor, zum Vorschein, H. h. 6, 7; ἄμυδις προγένοντο, sie gingen zusammen vorwärts, Hes. Sc. 345; – vorher, früher geschehen, früher sein, stattfinden, von der Zeit; οἱ προγεγονότες, die Vorfahren, Her. 2, 146. 7, 3; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι, Plat. Legg. III, 699 e; – auch = vorgehen, höher stehen, πρό τινος, Phil. 39 d u. Folgde; – τὰ προγεγενημένα, Thuc. 1, 20; οἱ προγενόμενοι, die Früheren, im Ggstz von ὑπάρχοντες, Pol. 10, 17, 12 u. Sp.; κόπρον ἔπι προγένοιντο, zum Stall zurückkommen, Callim. 3, 178; Theocr. 24, 51; εἴσω, Opp. Hal. 2, 103; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προγίγνομαι: παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]˙ ― μέλλ. -γενήσομαι˙ ἀόρ. προὐγενόμην˙ πρκμ. προγέγονα καὶ -γεγένημαι˙ ἀποθ. Παραγίγνομαι, ἐμφανίζομαι, οἱ δὲ τάχα προγένοντο, Ἰλ. Σ. 525, Ὕμν. Ὁμ. 6. 7˙ ἄμυδις προγένοντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 345˙ ἐπανέρχομαι, εἴσω πρ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 103 κόπρον ἔπι πρ., ἐπὶ τὴν ἔπαυλιν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 178. ΙΙ. γεννῶμαι πρότερον, ὑπάρχω προηγουμένως, ἤν… προγεγονότες ἔωσι πρίν… Ἡρόδ. 7. 3˙ οἱ προγεγονότες θεοὶ ὁ αὐτ. 2. 146˙ οἱ πρ. ἄνθρωποι, οἱ προγενέστεροι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10˙ οἱ προγεγενημένοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 24, κτλ.˙ οἱ προγενόμενοι, οἱ πρότερον ὑπάρξαντες, Πολύβ. 10. 17, 12. 2) ἐπὶ συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων, ταὐτά μοι προὐγεγόνει Πλάτ. Συμπ. 219Ε˙ τὰ προγεγενημένα, τὰ γενόμενα πρότερον, πράγματα παλαιά, Θουκ. 1. 20, κτλ.˙ τὰ προγεγονότα Ἱππ. 36. 4, κτλ.˙ προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροὶ Θουκ. 1. 1, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 255. 22˙ οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Πλάτ. Νόμ. 699Ε˙ ― προγίγνεται τί τινος, συμβαίνει πρὸ ἑτέρου, Τίμ. Λοκ. 97Α, Πλάτ. Φίληβ. 39D.

French (Bailly abrégé)

f. προγενήσομαι, ao.2 προεγενόμην, pf. προγέγονα ; pf. Pass. προγεγένημαι;
I. avec idée de lieu se produire au jour, se montrer;
II. avec idée de temps :
1 en parl. de pers. naître avant : οἱ προγεγονότες HDT, οἱ προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;
2 en parl. de choses se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.
Étymologie: πρό, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

aor. 2 προγένοντο: get on, advance, Il. 18.525†.

Greek Monolingual

και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α
1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι
2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ.
β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» — οι προγενέστεροι, Ξεν.)
3. γεννιέμαι
4. (για συμβάντα) γίνομαι ή συμβαίνω στο παρελθόν («οἱ προγεγενημένοι πόλεμοι», Θουκ.)
5. (η μτχ. μέσ. αορ. β' και η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ προγενόμενοι και οἱ προγεγενημένοι
οι άνθρωποι που προϋπήρξαν.

Greek Monotonic

προγίγνομαι: Ιων. και έπειτα -γίνομαι [ῑ], μέλ. -γενήσομαι, αόρ. βʹ -προὐγενόμην, παρακ. προγέγονα και -γεγένημαι, αποθ.
I. έρχομαι μπροστά, τάχα προγένοντο, εμφανίστηκαν γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. έχω γεννηθεί πιο πριν, υπάρχω από προηγουμένως, σε Ηρόδ.· οἱ προγεγονότες θεοί, στον ίδ.· οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι, οι παλαιότερα γεννημένοι άνθρωποι και οἱ προγεγενημένοι, σε Ξεν.
2. λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, ταῦτά μοι προὐγεγόνει, σε Πλάτ.· τὰ προγεγενημένα, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί, στον ίδ.