Προμηθέας

From LSJ
Revision as of 21:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

ο / Προμηθεύς, -έως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Προμαθεύς, και ιων. τ. γεν. -έος, Α·1. μυθ. ένας από τους Τιτάνες, ο οποίος κατά τον μύθο έκλεψε από τον Δία τη φωτιά για να τή χαρίσει στους ανθρώπους και γι' αυτό του το παράπτωμα ο Ζευς τον τιμώρησε δένοντάς τον στον Καύκασο και στέλνοντας έναν αετό για να του τρώει το συκώτι, μαρτύριο από το οποίο τον απάλλαξε ο Ηρακλής
2. (ως προσηγ. όν.) προμηθέας, και προμηθεύς
αυτός που μπορεί να προβλέπει, να προνοεί
3. φρ. «Προμηθεύς δεσμώτης» — τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου που αποτελούσε μέλος τριλογίας, στην οποία ανήκουν επίσης οι Προμηθεύς λυόμενος και Προμηθεύς πυρφόρος, οι οποίες δεν έχουν διασωθεί
αρχ.
1. προσωνυμία του χθόνιου Διός, δηλαδή του Άδη
2. (ως προσηγ. όν.) (στον εν.) α) (στη γλώσσα τών Πυθαγορείων) i) ονομασία της μονάδας
ii) ονομασία του αριθμού εννέα
β) στον πληθ. oἱ προμηθεῑς
τεχνίτες που επεξεργάζονται τον πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προμηθής + επίθημα -εύς (πρβλ. Επιμηθ-εύς)].