προσδιδάσκω

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδῐδάσκω Medium diacritics: προσδιδάσκω Low diacritics: προσδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prosdidáskō Transliteration B: prosdidaskō Transliteration C: prosdidasko Beta Code: prosdida/skw

English (LSJ)

   A teach besides, σμικρὸν π. τινά Pl.Chrm.173d; π. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Men.553.4:—Pass., Ph.2.473 codd.

German (Pape)

[Seite 756] (s. διδάσκω), dazu lehren, σμικρόν με ἔτι προσδίδαξον Plat. Charm. 173 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

instruire en outre.
Étymologie: πρός, διδάσκω.

Greek Monolingual

Α
διδάσκω κάποιον επί πλέον («σμικρὸν τοίνυν με... ἔτι προσδίδαξον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

προσδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω επιπλέον, σε Πλάτ.