προσεξελίσσω

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξελίσσω Medium diacritics: προσεξελίσσω Low diacritics: προσεξελίσσω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: prosexelíssō Transliteration B: prosexelissō Transliteration C: prosekselisso Beta Code: proseceli/ssw

English (LSJ)

   A unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.

French (Bailly abrégé)

développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.

Greek Monolingual

Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].

Greek Monotonic

προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.