συνειδητός

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση του τί είναι ή του τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης»)
3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό
(ψυχανάλ.) σύστημα, δόμηση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική δραστηριότητα.
επίρρ...
συνειδητά Ν
με συνείδηση, με επίγνωση («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδη- του απρμφ. συνειδέναι του ρ. σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνείδηση, βλ. και λ. οἶδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση του τί είναι ή του τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης»)
3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό
(ψυχανάλ.) σύστημα, δόμηση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική δραστηριότητα.
επίρρ...
συνειδητά Ν
με συνείδηση, με επίγνωση («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδη- του απρμφ. συνειδέναι του ρ. σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνείδηση, βλ. και λ. οἶδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].