συγκατεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 19:26, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεργάζομαι Medium diacritics: συγκατεργάζομαι Low diacritics: συγκατεργάζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatergázomai Transliteration B: synkatergazomai Transliteration C: sygkatergazomai Beta Code: sugkaterga/zomai

English (LSJ)

   A help or assist any one in achieving, τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην Hdt.1.162, cf. E.Or.33; τὸ πᾶν ξ. Th.1.132: c. dat. only, aid, assist, Hdt.2.154, 8.142.    2 help to conquer a country, Plu.Pyrrh.18.    3 join in murdering, E.HF1024 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich, zusammen vollbringen, ὃς ἡμῖν συγκατείργασται τάδε, Eur. Or. 33; to, τινί τι, z. V. τὲν βασιληΐην, Her. 1, 162. 2, 154; συγκατείργασμαι ὑμῖν τὰ κάλλιστα τῶν ἔργων, Pol. 22, 4, 4; beistehen, τινί, Her. 8, 142; Thuc. 1, 132; Xen. An. 7, 7, 25 u. Sp., wie Cass. 57, 19; zugleich mit umbringen, tödten, τέκνα λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ, Eur. Herc. fur. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι· παθητ. πρκμ. -είργασμαι· ἀποθ. Βοηθῶ τινα εἰς ἐπιτέλεσιν ἔργου, συνεργῶ, σ. τινι τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ὀρ. 33· τὸ πᾶν ξ. Θουκ. 1. 132· μετὰ μόνης δοτικ., εἶμαι χρήσιμος εἴς τινα, βοηθῶ τινα, ἐπικουρῶ, Ἡρόδ. 2. 154., 8. 142, κτλ. 2) βοηθῶ εἰς τὴν καθυπόταξιν χώρας, Πλουτ. Πύρρ. 18. 3) φονεύω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τὸν φόνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.

French (Bailly abrégé)

1 aider : τινι qqn ; τι en qch ; τινί τι qqn à faire qch;
2 particul. aider à conquérir un pays.
Étymologie: σύν, κατεργάζομαι.

Greek Monolingual

Α κατεργάζομαι
1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ
2. βοηθώ, συντρέχω
3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας
4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.).

Greek Monolingual

Α κατεργάζομαι
1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ
2. βοηθώ, συντρέχω
3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας
4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.).

Greek Monotonic

συγκατεργάζομαι: μέλ. -άσομαι — Παθ., παρακ. -είργασμαι· αποθ.·
1. βοηθώ ή υποστηρίζω κάποιον στην επίτευξη ενός έργου, συνεργώ, συμπράττω, τίτινι, σε Ηρόδ., Ευρ.· με δοτ. μόνον, συνεργάζομαι με, σε Ηρόδ.
2. βοηθώ στην κατάκτηση μιας χώρας, σε Πλούτ.
3. συνεργώ σε δολοφονία, θανατώνω από κοινού, σε Ευρ.