σύναψη

From LSJ
Revision as of 20:15, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

η / σύναψις, -άψεως, ΝΜΑ συνάπτω
1. η ενέργεια του συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.)
2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωση
νεοελλ.
1. βιολ. μορφολογική και λειτουργική διαφοροποιημένη ζώνη τών σημείων επαφής τών νευρικών κυττάρων μεταξύ τους και με άλλους τύπους κυττάρων, η οποία εξασφαλίζει την ανταλλαγή πληροφοριών και είναι το σημείο μεταβίβασης τών νευρικών ώσεων μεταξύ δύο νευρώνων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου
2. φρ. α) «νευρομυϊκή σύναψη»
βιολ. σύνδεση μεταξύ ενός νευρώνα και ενός κυττάρου τελεστή
β) «χημικές συνάψεις»
βιολ. συνάψεις στις οποίες κάθε αμύελη απόληξη νευρικής ίνας διογκώνεται στο άκρο της και σχηματίζει το συναπτικό κομβίο που διαχωρίζεται από τον γειτονικό νευρώνα ή το άλλο κύτταρο
γ) «ηλεκτρικές συνάψεις»
βιολ. συνάψεις στις οποίες είναι δυνατή η άμεση επικοινωνία μεταξύ νευρώνων τών οποίων οι μεμβράνες είναι συγχωνευμένες, επιτρέποντας έτσι στα ιόντα να ρέουν μεταξύ τών κυττάρων μέσω αγωγών, οι οποίοι καλούνται χώροι σύνδεσης
δ) «σύναψη γάμου» — πάντρεμα
ε) «σύναψη δανείου» — δανεισμός
στ) «σύναψη συμφωνίας ή συνθήκης» — πραγματοποίηση συμφωνίας ή συνθήκης
ζ) «σύναψη σχέσεων» — δημιουργία φιλικού ή ερωτικού δεσμού
μσν.
ο δεσμός του γάμου
αρχ.
1. (για αστέρες) συγκέντρωση
2. απαρίθμηση κακουργημάτων
3. συνωμοσία.