τεκνοσπορία

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοσπορία Medium diacritics: τεκνοσπορία Low diacritics: τεκνοσπορία Capitals: ΤΕΚΝΟΣΠΟΡΙΑ
Transliteration A: teknosporía Transliteration B: teknosporia Transliteration C: teknosporia Beta Code: teknospori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A begetting of children, AP7.568 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, Kindererzeugung, Agath. 94 (VII, 568).

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοσπορία: ἡ, τὸ σπείρειν τέκνα, τεκνοποιΐα, ἐρατῆς ἔργα τεκνοσπορίης Ἀνθ. Π. 568.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
procréation d’enfants, génération.
Étymologie: τέκνον, σπείρω.

Greek Monolingual

ἡ, Α τεκνοσπόρος
(για τον άνδρα) σπορά παιδιών, τεκνοποίηση.

Greek Monotonic

τεκνοσπορία: ἡ, σπορά παιδιών, σε Ανθ.