Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φθορέας

From LSJ
Revision as of 16:23, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

φθορέας, ο / φθορεύς, -έως, ΝΜΑ
1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή
2. διαφθορέας
νεοελλ.
(αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου, αλλ. αερόφρενο ή αεροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -εύς).