ὑφίζω

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφίζω Medium diacritics: ὑφίζω Low diacritics: υφίζω Capitals: ΥΦΙΖΩ
Transliteration A: hyphízō Transliteration B: hyphizō Transliteration C: yfizo Beta Code: u(fi/zw

English (LSJ)

   A sit down, crouch, E.Rh. 730 (troch.).    II sink down, fall in, D.C.68.25:—Med., Opp.H.4.246; τὸ πρὸς ἁφὴν -όμενον σῶμα Ocell.2.3.    III v. ὑφεῖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφίζω: καθίζω κάτω, «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ ὑφιζάνω, κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.

Greek Monolingual

Α
1. ὑφιζάνω
2. υφίσταμαι καθίζηση
3. (μτβ.) τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἵζω «καθίζω, τοποθετώ, βυθίζομαι»].

Greek Monotonic

ὑφίζω: κατακάθομαι, ζαρώνω, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.