τριοδίτης

From LSJ
Revision as of 23:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐοδίτης Medium diacritics: τριοδίτης Low diacritics: τριοδίτης Capitals: ΤΡΙΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: triodítēs Transliteration B: trioditēs Transliteration C: trioditis Beta Code: triodi/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ,

   A one who frequents cross-roads: τριοδίτας· τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους, AB309; τριοδίτης τριπύλιος, title of Menippean Satire by Varro, Non.p.306L.    II τριοδῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Hecate, who was worshipped at the meeting of three ways, Chariclid. 1, cf. Corn.ND 34.    b epith. of the Moon, Plu.2.937f, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82.    2 σοβὰς τ. street-walker, Ph.1.568.    3 generally, common, vulgar, Μοῦσα Tz.H.12.513.    4 Pythag. name of 6, Anatol. ap.Theol.Ar.37.

Greek (Liddell-Scott)

τριοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς τριόδους· καθόλου, ἄνθρωπος ὀκνηρὸς καὶ χυδαῖος, ἄνθρωπος τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, Ἑκάτη τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. τρίμορφος. 2) τριοδῖτις σοβάς, ἡ τὰς τριόδους περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) καθόλου, κοινός, χυδαῖος, πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος του δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος
2. το θηλ. ἡ τριοδῑτις
γυναίκα του δρόμου, άσεμνη
αρχ.
το θηλ.
1. προσωνυμία της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους
2. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. -ίτης].