ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(I)
η
1. αχνός, ατμός
2. ελαφριά πνοή, αναπνοή
3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» — δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)].
(II)
ἄχνα, η (δωρ. τ.) (Α)
βλ. άχνη.