ακρωτήριο

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

και ακρωτήρι, το (Α ἀκρωτήριον)
1. τμήμα ξηράς, που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα (κν. κάβος, πούντα)
2. (Αρχιτ.) διακοσμητικό αετώματος, ανθέμιο, γλυπτό κ.λπ.
αρχ.
1. κάθε ψηλό ή προεξέχον μέρος, κορυφή
2. πληθ. τὰ ἀκρωτήρια
τα άκρα του σώματος (χέρια, πόδια κ.λπ.)
3. τέλος, άκρη οποιουδήποτε πράγματος
4. αέτωμα
5. φρ. «ἀκρωτήρια νεός», ακρόπρωρο, ακροφίγουρο
«τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης», τα φτερά της.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το πιθανότερο είναι να προέρχεται η λ. απ' ευθείας από το επίθ, ἄκρος + παραγωγ. κατάλ. -τήριον χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσου τ., πρβλ. δεσμός: (δεσμώτης): δεσμωτήριον.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριάζω
μσν.
ἀκρωτηριώδης.