ἀμνήμων
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
Dor. ἀμνάμων, ον, gen. ονος,
A unmindful, forgetful. Pi.I.7(6).17, S.Fr.920, Pl.Ti.88b; τινός of a person or thing, θεῶν A.Th. 606, cf. E.HF1397, Antipho 2.1.7; unmindful of kindness, ungrateful, Arist.EN1167b27. 2 Pass., forgotten, not mentioned, E.Ph.64. II Ἀμνήμονες, οἱ, council of 60 at Cnidus, Plu.2.292a.
German (Pape)
[Seite 126] ον, uneingedenk, vergeßlich, Pind. I. 6, 17: τινός, Aesch. Spt. 588; Eur. τύχη Phoen. 64; Herc. Fur. 1397: Plat. vrbdt es mit δυσμαθής. Tim. 88 b; Ep. VII, 344 a. – Aber Archimel. 2 (VII, 50) κείσῃ ἀμν., vergessen. – Adv. -μόνως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνήμων: Δωρ. ἀμνάμων, ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, ἐπιλήσμων, Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ ἐπιλήσμων εὐεργεσίας, ἀχάριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -μόνως, Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ συμβούλιον τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 oublieux de, gén.;
2 ingrat.
Étymologie: ἀ, μνήμη.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀμνάμων Pi.I.7.17
• Morfología: [gen. -ονος]
I 1que se olvida de, olvidadizo, desmemoriado ἀμνάμονες δὲ βροτοί Pi.l.c., ἀνήρ S.Fr.920, τὸ τῆς ψυχῆς Pl.Ti.88b, δυσμαθεῖς δὲ καὶ ἀ. Pl.Ep.344a, ἀ. γὰρ οἱ πολλοί Arist.EN 1167b27, οἵ τε σφόδρα νέοι καὶ οἱ γέροντες ἀμνήμονές εἰσιν Arist.Mem.450b6, ἡ δὲ αἴσθησις ἄλογος οὖσα καὶ ἀ. S.E.M.10.65
•c. gen. θεῶν ἀ. A.Th.606, κακῶν E.HF 1397, τῶν κινδύνων Antipho 2.1.7, τοῦ γεγονότος ἀ. ἀγαθοῦ Epicur.Sent.Vat.[6] 19, εὐεργεσίης A.R.2.469, εὐεργετῶν Ph.2.55, τῶν πρόσω λόγων I.AI 10.138, τῆς πατρῷας φιλίας ἀμνημονέστερος I.BI 1.274, cf. AI 19.203, τῶν ἰδίων ἀ. συμμάχων I.BI 5.376, τεῶν προτέρων ὑμεναίων Nonn.D.48.533, νύμφης Musae.322
•en algunos cont. admite la trad. ingrato, desagradecido μὴ ἀμνήμονες ὄντες Lyco 15, φίλοις οὐκ ἀ., ἐχθροῖς βαρύτατος D.C.76.16.2.
2 que ha perdido la memoria, amnésico εἰ δέ τίς ἐστιν ἀ. Cat.Cod.Astr.8(1).192.
II olvidado, no recordado ἵν' ἀμνήμων τύχη γένοιτο E.Ph.64, ἀμνήμων κείσῃ AP 7.50 (Archimel.).
III οἱ Ἀμνήμονες los Amnémones miembros del Consejo de los 60 en Cnido, Plu.2.292a, cf. quizá 1 ἀμνάμων.
IV adv. ἀμνημόνως con olvido μοι ... οὔτε ... ἀ. ἔσχεν no ha sido olvidado por mi Paus.6.12.5, τῶν μὲν Ἑλληνικῶν λόγων ἐπιδεικτικῶς, τῶν δὲ θείων ἀ. Eus.Marcell.1.3.
Greek Monolingual
ἀμνήμων (-ονος), -ον (ΑΝ)
1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης
2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος
αρχ.
1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἀμνήμονες
το συμβούλιο τών εξήντα (60) στην Κνίδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μνήμων.
ΠΑΡ. ἀμνημόνως, ἀμνημοσύνη
αρχ.
ἀμνημονῶ].
Greek Monotonic
ἀμνήμων: Δωρ. ἀμνάμων, -ον, γεν. -ονος· (μνήμη)·
1. είμαι αμνήμων, λησμονώ, ξεχνώ, σε Σοφ., Πλάτ.· τινός, κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. Παθ., ξεχασμένος, λησμονημένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμνήμων: дор. ἀμνάμων 2, gen. ονος (νᾱ)
1) не помнящий, забывший (Pind., Soph., Plat.; ἀ. τινός Aesch., Eur., Plut.);
2) неблагодарный: ἀμνήμονες μᾶλλον εὖ πάσχειν ἢ ποιεῖν ἐφίενται Arst. неблагодарные предпочитают получать благодеяния, чем оказывать их;
3) забытый Anth.: ἵν᾽ ἀ. γένοιτο Eur. чтобы изгладить воспоминание о нем.