ἀνάμβατος

From LSJ
Revision as of 16:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμβᾰτος Medium diacritics: ἀνάμβατος Low diacritics: ανάμβατος Capitals: ΑΝΑΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anámbatos Transliteration B: anambatos Transliteration C: anamvatos Beta Code: a)na/mbatos

English (LSJ)

ον, of a horse,

   A that one cannot mount, unbroken, X. Cyr.4.5.46.

German (Pape)

[Seite 197] nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμβᾰτος: -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, ἄνευ ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ σημασία, «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἀδάμαστος», ἀλλ’ ἄνευ μαρτυρίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut monter (cheval).
Étymologie: ἀ, ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον no montable, indómitodel caballo, X.Cyr.4.5.46.

Greek Monolingual

ἀνάμβατος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].

Greek Monotonic

ἀνάμβᾰτος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάμβᾰτος: не имеющий всадника, не используемый для верховой езды (ἵππος Xen.).