ἀναρμοστία

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρμοστία Medium diacritics: ἀναρμοστία Low diacritics: αναρμοστία Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΙΑ
Transliteration A: anarmostía Transliteration B: anarmostia Transliteration C: anarmostia Beta Code: a)narmosti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A discord, of musical sounds, Id.Phd.03c, 03e, al.: metaph., Dam.Pr.341.

German (Pape)

[Seite 205] ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Ggstz von ἁρμονία, Plat. Phaed. 93 e; neben ἀῤῥυθμία Rep. III, 401 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρμοστία: ἡ, παραφωνία, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθετον τῷ ἁρμονία, Πλάτ. Φαίδων 93C, Ε, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d’accord, manque d’harmonie.
Étymologie: ἀνάρμοστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, falta de armonía ἐν τᾷ ψυχᾷ Theag.1, φθείρεσθαι τὸ ἡρμοσμένον εἰς ἀναρμοστίαν ... τὴν ἀντικειμένην Arist.Ph.188b14, εἶναι ... ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίαν Plot.3.6.2, cf. Pl.Phd.93c, Ep.344d, Plu.2.746c, Ph.1.5, 2.296, Dam.Pr.341, Procl.in Alc.58, Meth.Symp.3.7.
2 discordancia musical ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία Pl.R.401a.

Greek Monolingual

η (Α ἀναρμοστία) ανάρμοστος
1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος
2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία.

Greek Monotonic

ἀναρμοστία: ἡ, ασυμφωνία, παραφωνία, λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρμοστία: ἡ нескладность, неслаженность, нестройность Plat., Arst., Plut.