ἀνακοιρανέω

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοιρᾰνέω Medium diacritics: ἀνακοιρανέω Low diacritics: ανακοιρανέω Capitals: ΑΝΑΚΟΙΡΑΝΕΩ
Transliteration A: anakoiranéō Transliteration B: anakoiraneō Transliteration C: anakoiraneo Beta Code: a)nakoirane/w

English (LSJ)

   A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.

German (Pape)

[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.

Spanish (DGE)

(ἀνακοιρᾰνέω) regir, reinar ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P.

Greek Monotonic

ἀνακοιρᾰνέω: μέλ. -ήσω, άρχω, βασιλεύω ή διοικώ έναν τόπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακοιρᾰνέω: властвовать, управлять Anth.