ἀπανίστημι

Revision as of 16:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A make rise up and depart, send away, τὴν στρατιήν Hdt. 3.156, 6.133; cause to depart, τοὺς Ἀθηναίους Th.2.70.    II Pass., with aor. 2 and pf. Act., and fut. Med., arise and go away, depart again, Hdt.9.87; ἀπὸ τῆς πόλιος ib.86; ἐκ τῆς Μακεδονίας Th.1.61; Ποτειδαίας ib.139; esp. leave one's country, emigrate, ib.2.

German (Pape)

[Seite 278] (s. ἵστημι), aufbrechen lassen u. wegführen, στρατιήν Her. 6, 133; zum Abzuge nöthigen, Thuc. 2, 70. – Med. u. intrans. tempp., wegziehen, Her. 9, 87; ἀπὸ τῆς πόλεως 9, 86; Thuc. 1, 61. 139. 140; absol., aus seinem Wohnsitz aufbrechen, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανίστημι: μέλλ. -στήσω, σηκώνω, ἀποπέμπω, ἀπανιστάναι την στρατιὴν Ἡρόδ. 3. 156, 6. 133, Θουκ 2. 70.
ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ., καὶ μέσ. μέλλ., ἐγείρομαι και ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ πάλιν, Ἡρόδ. 9. 87· ἀπὸ τῆς πόλιος αὐτόθι 86· ἐκ πόλεως Θουκ. 1. 61· Ποτιδαίας τε ἀπαν. αὐτόθι 139: ἰδίως, καταλείπω τὸν τόπον μου, μεταναστεύω, αὐτόθι 2. - μεταγενέστερός τις τύπος ἀπανιστάω ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 147. 11.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαναστήσω, etc.
I. tr. (aux prés., impf., fut., ao.) emmener (une armée assiégeante) ; avec un suj. de chose faire partir, éloigner (une armée du siège d’une ville);
II. intr. (aux temps suivants : ao.2, pf. et pqp. Act. et au Moy.);
1 sortir de, partir de : ἀπ. ἐκ τῆς Μακεδονίας THC évacuer la Macédoine ; πόλεως THC lever le siège d’une ville;
2 abs. quitter son pays, émigrer.
Étymologie: ἀπό, ἀνίστημι.

Spanish (DGE)

1 despachar, hacer levantar el cerco τὴν στρατιήν Hdt.3.156, 6.133, τοὺς Ἀθηναίους Th.2.70.
2 en v. med., perf. y aor. rad., c. indicación del punto de partida c. prep. y gen. retirarse ἀπὸ τῆς πόλιος Hdt.9.86, ἐκ τῆς Μακεδονίας Th.1.61, 140, ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων LXX Sap.1.5, sin prep. Ποτειδαίας Th.1.139, c. indicación del punto de destino, c. ἐς y ac. ἐς τὴν οἰκείαν D.C.39.2.1
levantar el cerco ἀπαναστῆναι πολιορκέοντας Hdt.9.87
emigrar Th.1.2.

Greek Monolingual

ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ)
1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω
2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω.

Greek Monotonic

ἀπανίστημι: μέλ. -στήσω, αόρ. αʹ -έστησα·
I. αναγκάζω κάποιον να σηκωθεί και να αποχωρήσει, αποπέμπω, τὴν στρατιήν, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. Παθ., με Ενεργ. και Παθ. παρακ. και Μέσ. μέλ., σηκώνομαι και φεύγω, αναχωρώ, εγκαταλείπω τη χώρα μου, μεταναστεύω, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανίστημι: 1) снимать (с осады), уводить (στρατιήν Her.): αἱ ἐσβολαι οὐκ ἀπανίστασαν τοὺς Ἀθηναίους Thuc. набеги не заставили афинян снять осаду;
2) тж. med. сниматься, уходить (ἀπὸ πόλιος Her.; ἐκ τῆς Μακεδονίας Thuc.);
3) снимать осаду Her.;
4) выселяться Thuc.