σχόλιον

From LSJ
Revision as of 04:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχόλιον Medium diacritics: σχόλιον Low diacritics: σχόλιον Capitals: ΣΧΟΛΙΟΝ
Transliteration A: schólion Transliteration B: scholion Transliteration C: scholion Beta Code: sxo/lion

English (LSJ)

τό, (

   A σχολή 11) interpretation, comment, Cic.Att.16.7.3; σχόλια λέγειν Arr.Epict.3.21.6; esp. short note, scholium, Gal.18(2).847, etc.; σχόλια συναγείρων Luc.Vit.Auct.23, cf. Porph.Plot.3; σ. εἴς τι on a book, Marin.Procl.27.    II tedious speech, lecture, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1058] τό, Scholion, Auslegung, Erklärung, dergleichen zuerst für Schulen od. Lernende über alte Schriftsteller geschrieben wurden; zuerst bei Cic. Att. 16, 7; Luc. σχόλια συναγείρων, Vit. auct. 23; die VLL. erkl. es auch durch σεμνολόγημα.

Greek (Liddell-Scott)

σχόλιον: τό, (σχολή ΙΙ) ἐξήγησις, ἑρμηνεία, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 7. 3· σχόλια λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· μάλιστα σύντομος σημείωσις ἑρμηνευτική, ὡς καὶ νῦν, σχόλια συναγείρων Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 23· σχ. τινος ἢ εἴς τι, εἰς βιβλίον τι, εἴς τινα συγγραφέα, Σχόλ. ΙΙ. μακρὸς σχοινοτενὴς λόγος, ἀνάγνωσμα, διδασκαλία, Φωτ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
explication, commentaire, scholie.
Étymologie: σχολή.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σχόλιο.

Greek Monotonic

σχόλιον: τό (σχολή II), σύντομη ερμηνευτική σημείωση, σχόλιο, ερμηνεία, εξήγηση, Λατ. scholium, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σχόλιον: τό объяснение, толкование, комментарий Luc.