φαρμακεύς
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
έως, ὁ,
A poisoner, sorcerer, S.Tr.1140, Pl.Smp.203d, etc.; γνήσιοι σοφισταὶ καὶ φ. Jul.Or.6.197d. II druggist, apothecary, Aret.CD2.12.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, der Arznei-, Zaubermittel, Gift bereitet und bei Andern anwendet, Zauberer, Giftmischer; Soph. Tr. 1130; καὶ γόης Plat. Conv. 203 d; – aber auch der solche Mittel braucht.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. φαρμακοποιός, ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, φαρμακοπώλης, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui compose des préparations magiques, d’où
1 empoisonneur;
2 magicien, sorcier.
Étymologie: φάρμακον.
English (Strong)
from pharmakon (a drug, i.e. spell-giving potion); a druggist ("pharmacist") or poisoner, i.e. (by extension) a magician: sorcerer.
English (Thayer)
φαρμακεως, ὁ (φάρμακον), one who prepares or uses magical remedies; a sorcerer: (Sophicles, Plato, Josephus, Lucian, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
αρχ.
παρασκευαστής και πωλητής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].
Greek Monotonic
φαρμᾰκεύς: -έως, ὁ (φάρμακον), αυτός που δηλητηριάζει, μάγος, γητευτής, γόης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκεύς: έως ὁ приготовляющий волшебные, ядовитые или целебные снадобья, т. е. колдун, чародей Soph., Plat., Plut., Luc.